Ετυμολογία

επεξεργασία
κανιόλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική * seccagnola

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κανιόλα θηλυκό

  • ύφαλος
    ※  16ος αιώνας Portulan II, στο Delatte Armand, (επιμ.), Les portulans grecs, Λιέγη 1947, σελ. 222 @books.google.gr
    ἀκόμη ἀπὸ τὸν κάβον τοῦ Πόρου, τὴν μερέαν τοῦ γρέγου, καὶ τὸν κάβον τοῦ γαρμπῆ τῆς Αἴγενας ἔναι μέσα εἰς τὴν μέση μία κανιόλα καὶ λέγουν την Πεταλοῦσα.