κανιόλα
Ετυμολογία
επεξεργασία- κανιόλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική * seccagnola
Ουσιαστικό
επεξεργασίακανιόλα θηλυκό
- ύφαλος
- ※ 16ος αιώνας ⌘ Portulan II, στο Delatte Armand, (επιμ.), Les portulans grecs, Λιέγη 1947, σελ. 222 @books.google.gr
- ἀκόμη ἀπὸ τὸν κάβον τοῦ Πόρου, τὴν μερέαν τοῦ γρέγου, καὶ τὸν κάβον τοῦ γαρμπῆ τῆς Αἴγενας ἔναι μέσα εἰς τὴν μέση μία κανιόλα καὶ λέγουν την Πεταλοῦσα.
- ※ 16ος αιώνας ⌘ Portulan II, στο Delatte Armand, (επιμ.), Les portulans grecs, Λιέγη 1947, σελ. 222 @books.google.gr
Πηγές
επεξεργασία- σελ.332, Τόμος 7 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- κανιόλα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].