καναχηδής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ καναχηδής | τὸ καναχηδές | οἱ, αἱ καναχηδεῖς | τὰ καναχηδῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς καναχηδοῦς | τοῦ καναχηδοῦς | τῶν καναχηδῶν | τῶν καναχηδῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ καναχηδεῖ | τῷ καναχηδεῖ | τοῖς, ταῖς καναχηδέσι(ν) | τοῖς καναχηδέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν καναχηδῆ | τὸ καναχηδές | τοὺς, τὰς καναχηδεῖς | τὰ καναχηδῆ |
Κλητική | καναχηδές | καναχηδές | καναχηδεῖς | καναχηδῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | καναχηδεῖ | |||
Γενική-Δοτική | καναχηδοῖν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καναχηδής < καναχής
Επίθετο
επεξεργασίακαναχηδής ( & καναχής & καναχός)
- ηχηρός για νερά, δάκρυα