Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καμτσικίζω < καμτσίκ(ι) + -ίζω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kam.t͡siˈci.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καμ‐τσι‐κί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

καμτσικίζω (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία