Ετυμολογία

επεξεργασία
καμτσικίζω < καμτσίκ(ι) + -ίζω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kam.t͡siˈci.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καμ‐τσι‐κί‐ζω

καμτσικίζω (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία