καμτσικίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καμτσικίζω < καμτσίκ(ι) + -ίζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kam.t͡siˈci.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καμ‐τσι‐κί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακαμτσικίζω (χωρίς παθητική φωνή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καμτσικίζω | καμτσίκιζα | θα καμτσικίζω | να καμτσικίζω | καμτσικίζοντας | |
β' ενικ. | καμτσικίζεις | καμτσίκιζες | θα καμτσικίζεις | να καμτσικίζεις | καμτσίκιζε | |
γ' ενικ. | καμτσικίζει | καμτσίκιζε | θα καμτσικίζει | να καμτσικίζει | ||
α' πληθ. | καμτσικίζουμε | καμτσικίζαμε | θα καμτσικίζουμε | να καμτσικίζουμε | ||
β' πληθ. | καμτσικίζετε | καμτσικίζατε | θα καμτσικίζετε | να καμτσικίζετε | καμτσικίζετε | |
γ' πληθ. | καμτσικίζουν(ε) | καμτσίκιζαν καμτσικίζαν(ε) |
θα καμτσικίζουν(ε) | να καμτσικίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καμτσίκισα | θα καμτσικίσω | να καμτσικίσω | καμτσικίσει | ||
β' ενικ. | καμτσίκισες | θα καμτσικίσεις | να καμτσικίσεις | καμτσίκισε | ||
γ' ενικ. | καμτσίκισε | θα καμτσικίσει | να καμτσικίσει | |||
α' πληθ. | καμτσικίσαμε | θα καμτσικίσουμε | να καμτσικίσουμε | |||
β' πληθ. | καμτσικίσατε | θα καμτσικίσετε | να καμτσικίσετε | καμτσικίστε | ||
γ' πληθ. | καμτσίκισαν καμτσικίσαν(ε) |
θα καμτσικίσουν(ε) | να καμτσικίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καμτσικίσει | είχα καμτσικίσει | θα έχω καμτσικίσει | να έχω καμτσικίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καμτσικίσει | είχες καμτσικίσει | θα έχεις καμτσικίσει | να έχεις καμτσικίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καμτσικίσει | είχε καμτσικίσει | θα έχει καμτσικίσει | να έχει καμτσικίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καμτσικίσει | είχαμε καμτσικίσει | θα έχουμε καμτσικίσει | να έχουμε καμτσικίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καμτσικίσει | είχατε καμτσικίσει | θα έχετε καμτσικίσει | να έχετε καμτσικίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καμτσικίσει | είχαν καμτσικίσει | θα έχουν καμτσικίσει | να έχουν καμτσικίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καμτσικίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καμουτσικίζω, καμτσικίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας