Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

καλοπάντρεψε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος καλοπαντρεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος καλοπαντρεύω