καλονυκτώνει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαλονυκτώνει (απρόσωπο) , πρτ.: καλονύκτωνε, στ.μέλλ.: θα καλονυκτώσει, αόρ.: καλονύκτωσε
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλονυκτώνει
→ δείτε τη λέξη καλονυχτώνει |
καλονυκτώνει (απρόσωπο) , πρτ.: καλονύκτωνε, στ.μέλλ.: θα καλονυκτώσει, αόρ.: καλονύκτωσε
→ δείτε τη λέξη καλονυχτώνει |