καλικαντζούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλικαντζούρα < (που μοιάζει με) καλικάντζαρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλικαντζούρα θηλυκό και καλλικαντζούρα
- γράμμα που δεν φαίνεται καθαρά ποιο ακριβώς είναι
- έχει γεμίσει το τετράδιο με καλικαντζούρες