Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλικαντζούρα < (που μοιάζει με) καλικάντζαρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλικαντζούρα θηλυκό και καλλικαντζούρα

  1. γράμμα που δεν φαίνεται καθαρά ποιο ακριβώς είναι
    έχει γεμίσει το τετράδιο με καλικαντζούρες

  Μεταφράσεις επεξεργασία