Ετυμολογία

επεξεργασία
κακομιλώ < μεσαιωνική ελληνική *κακομιλῶ (δείτε κακομίλητος). Αναλύεται κακο- + μιλώ [1]

κακομιλώ

  1. μιλώ απότομα και σκληρά
  2. δεν μιλώ σωστά μία γλώσσα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία