κακοκαμωμένοι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ko.ka.moˈme.ni/
- Ομώνυμα / Ομόηχα: κακοκαμωμένη
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασία
κακοκαμωμένοι
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του κακοκαμωμένος