Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κακοκάρδισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος κακοκαρδίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος κακοκαρδίζω