Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

καθυπόταξε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος καθυποτάσσω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος καθυποτάσσω