Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθυπόταξε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
καθυπόταξε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
καθυποτάσσω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
καθυποτάσσω