Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθομολόγησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
καθομολόγησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
καθομολογώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
καθομολογώ