Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθήλωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
καθήλωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
καθηλώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
καθηλώνω