καίπερ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΣύνδεσμος
επεξεργασίακαίπερ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (καθαρεύουσα)
- ※ [μεταγραφή σε μονοτονικό]]: Hτoι, της ως πρωταρxικής σημασίας αποφυγής πάσης προστριβής μετά της Iταλίας και αποκλειομένης πάσης μετ’ άλλων δυνάμεων οπωσδήποτε προσεγγίσεως, καίπερ διαφαινομένων τότε των κινδύνων διά νέον μέγαν πόλεμον. (από επιστολή αναγνώστη στην εφημερίδα Καθημερινή, 18 Μαρτίου 1998)
Πηγές
επεξεργασία- καίπερ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καίπερ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.