Ετυμολογία

επεξεργασία
καίπερ < καί + περ

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

καίπερ

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • (καθαρεύουσα)
    ※  [μεταγραφή σε μονοτονικό]]: Hτoι, της ως πρωταρxικής σημασίας αποφυγής πάσης προστριβής μετά της Iταλίας και αποκλειομένης πάσης μετ’ άλλων δυνάμεων οπωσδήποτε προσεγγίσεως, καίπερ διαφαινομένων τότε των κινδύνων διά νέον μέγαν πόλεμον. (από επιστολή αναγνώστη στην εφημερίδα Καθημερινή, 18 Μαρτίου 1998)