κίβισις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κίβισις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακίβισις, -εως θηλυκό (αρχαία κυπριακή λέξη)
- σακούλι, δισάκι
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 224 (223-225)
- πᾶν δὲ μετάφρενον εἶχε κάρη δεινοῖο πελώρου, | Γοργοῦς· ἀμφὶ δέ μιν κίβισις θέε, θαῦμα ἰδέσθαι, | ἀργυρέη·
- Κι όλη την πλάτη του την κάλυπτε τέρατος φοβερού η κεφαλή: | ήτανε της Γοργώς. Μες σε ταγάρι αργυρό ήτανε τυλιγμένο, πράγμα θαυμάσιο | να το βλέπεις.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- πᾶν δὲ μετάφρενον εἶχε κάρη δεινοῖο πελώρου, | Γοργοῦς· ἀμφὶ δέ μιν κίβισις θέε, θαῦμα ἰδέσθαι, | ἀργυρέη·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 224 (223-225)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κίβισις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κίβισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.