→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κίβισις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κίβισις, -εως θηλυκό (αρχαία κυπριακή λέξη)

  • σακούλι, δισάκι
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 224 (223-225)
    πᾶν δὲ μετάφρενον εἶχε κάρη δεινοῖο πελώρου, | Γοργοῦς· ἀμφὶ δέ μιν κίβισις θέε, θαῦμα ἰδέσθαι, | ἀργυρέη·
    Κι όλη την πλάτη του την κάλυπτε τέρατος φοβερού η κεφαλή: | ήτανε της Γοργώς. Μες σε ταγάρι αργυρό ήτανε τυλιγμένο, πράγμα θαυμάσιο | να το βλέπεις.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία