κάτστε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακάτστε
- (δημώδες, προφορικό) β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος κάθομαι (αντί του κάτσετε)
- ※ Κάτστε, παιδιά μου, κάτσετε καλά να το σκεφθήτε.
- ※ «Κάτστε τώρα να σας πω πώς ζουν αυτούνοι οι τύποι».
- William M. Kelley, Ένας διαφορετικός τυμπανιστής, μετάφραση από τα αγγλικά: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2020, ISBN 978-618-03-1934-7) [1].