κάκου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κάκου < γενική «του κακού» με αναβιβασμό τόνου[1].
- Αναγνώριση: Γενική ενικού του επιθέτου κακός, στο λεξικό ΛΚΝ[2]. Ελλειπτικό ουσιαστικό, μόνον στη γενική ενικού, κατά τη Γραμματική «Τριανταφυλλίδη» 1941, §600.
Επίρρημα
επεξεργασίακάκου (ελλειπτικό ουσιαστικό)
- (προφορικό) μόνο στην έκφραση του κάκου: μάταια, εις μάτην
- Όλο το βράδυ πάσχιζε να βρει μια λύση. Του κάκου!
Μεταφράσεις
επεξεργασία κάκου
→ δείτε τη λέξη μάταια |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ κάκου - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας