Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κάγχασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος καγχάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος καγχάζω