Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ιχνηλάτησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ιχνηλατώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ιχνηλατώ