Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιχνηλάτησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ιχνηλάτησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ιχνηλατώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ιχνηλατώ