Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ισχυροποίησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ισχυροποίησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ισχυροποιώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ισχυροποιώ