Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ισχυροποίησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ισχυροποιώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ισχυροποιώ