ιστολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαιστολογώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ιστολογώ | ιστολογούσα | θα ιστολογώ | να ιστολογώ | ιστολογώντας | |
β' ενικ. | ιστολογείς | ιστολογούσες | θα ιστολογείς | να ιστολογείς | (ιστολόγει) | |
γ' ενικ. | ιστολογεί | ιστολογούσε | θα ιστολογεί | να ιστολογεί | ||
α' πληθ. | ιστολογούμε | ιστολογούσαμε | θα ιστολογούμε | να ιστολογούμε | ||
β' πληθ. | ιστολογείτε | ιστολογούσατε | θα ιστολογείτε | να ιστολογείτε | ιστολογείτε | |
γ' πληθ. | ιστολογούν(ε) | ιστολογούσαν(ε) | θα ιστολογούν(ε) | να ιστολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ιστολόγησα | θα ιστολογήσω | να ιστολογήσω | ιστολογήσει | ||
β' ενικ. | ιστολόγησες | θα ιστολογήσεις | να ιστολογήσεις | ιστολόγησε | ||
γ' ενικ. | ιστολόγησε | θα ιστολογήσει | να ιστολογήσει | |||
α' πληθ. | ιστολογήσαμε | θα ιστολογήσουμε | να ιστολογήσουμε | |||
β' πληθ. | ιστολογήσατε | θα ιστολογήσετε | να ιστολογήσετε | ιστολογήστε | ||
γ' πληθ. | ιστολόγησαν ιστολογήσαν(ε) |
θα ιστολογήσουν(ε) | να ιστολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ιστολογήσει | είχα ιστολογήσει | θα έχω ιστολογήσει | να έχω ιστολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ιστολογήσει | είχες ιστολογήσει | θα έχεις ιστολογήσει | να έχεις ιστολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ιστολογήσει | είχε ιστολογήσει | θα έχει ιστολογήσει | να έχει ιστολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ιστολογήσει | είχαμε ιστολογήσει | θα έχουμε ιστολογήσει | να έχουμε ιστολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ιστολογήσει | είχατε ιστολογήσει | θα έχετε ιστολογήσει | να έχετε ιστολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ιστολογήσει | είχαν ιστολογήσει | θα έχουν ιστολογήσει | να έχουν ιστολογήσει |
|