ιρακινών
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ιρακινών
- (αρσενικό) γενική πληθυντικού του ιρακινός
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ιρακινός
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ιρακινός
Δείτε επίσης : Ιρακινών |
ιρακινών