Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδρυματοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ιδρυματοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ιδρυματοποιούμαι

  • μου προκαλούν συμπεριφορές, μου διαμορφώνουν ψυχοσύνθεση που σχετίζεται με την ιδρυματική ζωή

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία