Ετυμολογία

επεξεργασία
ιδρυματοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ιδρυματοποιώ

ιδρυματοποιούμαι

  • μου προκαλούν συμπεριφορές, μου διαμορφώνουν ψυχοσύνθεση που σχετίζεται με την ιδρυματική ζωή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία