Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θωράκισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
θωράκισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
θωρακίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
θωρακίζω