θωράκιον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θωράκιον < αρχαία ελληνική θώραξ, θωρακ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό επεξεργασία
θωράκιον ουδέτερο
Πηγές επεξεργασία
- θωράκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.