θρασύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαθρασύνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος θρασύνω, άλλη μορφή του αποθρασύνομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θρασύνομαι | θρασυνόμουν(α) | θα θρασύνομαι | να θρασύνομαι | θρασυνόμενος | |
β' ενικ. | θρασύνεσαι | θρασυνόσουν(α) | θα θρασύνεσαι | να θρασύνεσαι | (θρασύνου) | |
γ' ενικ. | θρασύνεται | θρασυνόταν(ε) | θα θρασύνεται | να θρασύνεται | ||
α' πληθ. | θρασυνόμαστε | θρασυνόμαστε θρασυνόμασταν |
θα θρασυνόμαστε | να θρασυνόμαστε | ||
β' πληθ. | θρασύνεστε | θρασυνόσαστε θρασυνόσασταν |
θα θρασύνεστε | να θρασύνεστε | (θρασύνεστε) | |
γ' πληθ. | θρασύνονται | θρασύνονταν θρασυνόντουσαν |
θα θρασύνονται | να θρασύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θρασύνθηκα | θα θρασυνθώ | να θρασυνθώ | θρασυνθεί | ||
β' ενικ. | θρασύνθηκες | θα θρασυνθείς | να θρασυνθείς | θρασύνσου | ||
γ' ενικ. | θρασύνθηκε | θα θρασυνθεί | να θρασυνθεί | |||
α' πληθ. | θρασυνθήκαμε | θα θρασυνθούμε | να θρασυνθούμε | |||
β' πληθ. | θρασυνθήκατε | θα θρασυνθείτε | να θρασυνθείτε | θρασυνθείτε | ||
γ' πληθ. | θρασύνθηκαν θρασυνθήκαν(ε) |
θα θρασυνθούν(ε) | να θρασυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω θρασυνθεί | είχα θρασυνθεί | θα έχω θρασυνθεί | να έχω θρασυνθεί | ||
β' ενικ. | έχεις θρασυνθεί | είχες θρασυνθεί | θα έχεις θρασυνθεί | να έχεις θρασυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει θρασυνθεί | είχε θρασυνθεί | θα έχει θρασυνθεί | να έχει θρασυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε θρασυνθεί | είχαμε θρασυνθεί | θα έχουμε θρασυνθεί | να έχουμε θρασυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε θρασυνθεί | είχατε θρασυνθεί | θα έχετε θρασυνθεί | να έχετε θρασυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν θρασυνθεί | είχαν θρασυνθεί | θα έχουν θρασυνθεί | να έχουν θρασυνθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία θρασύνομαι
|