θρασεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θρασεύω < αρχαία ελληνική θράσος
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαθρασεύω
Συγγενικά
επεξεργασία- θράσεμα
- θρασεμένος
- → δείτε τη λέξη θράσος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θρασεύω | θράσευα | θα θρασεύω | να θρασεύω | θρασεύοντας | |
β' ενικ. | θρασεύεις | θράσευες | θα θρασεύεις | να θρασεύεις | θράσευε | |
γ' ενικ. | θρασεύει | θράσευε | θα θρασεύει | να θρασεύει | ||
α' πληθ. | θρασεύουμε | θρασεύαμε | θα θρασεύουμε | να θρασεύουμε | ||
β' πληθ. | θρασεύετε | θρασεύατε | θα θρασεύετε | να θρασεύετε | θρασεύετε | |
γ' πληθ. | θρασεύουν(ε) | θράσευαν θρασεύαν(ε) |
θα θρασεύουν(ε) | να θρασεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θράσεψα | θα θρασέψω | να θρασέψω | θρασέψει | ||
β' ενικ. | θράσεψες | θα θρασέψεις | να θρασέψεις | θράσεψε | ||
γ' ενικ. | θράσεψε | θα θρασέψει | να θρασέψει | |||
α' πληθ. | θρασέψαμε | θα θρασέψουμε | να θρασέψουμε | |||
β' πληθ. | θρασέψατε | θα θρασέψετε | να θρασέψετε | θρασέψτε | ||
γ' πληθ. | θράσεψαν θρασέψαν(ε) |
θα θρασέψουν(ε) | να θρασέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θρασέψει | είχα θρασέψει | θα έχω θρασέψει | να έχω θρασέψει | ||
β' ενικ. | έχεις θρασέψει | είχες θρασέψει | θα έχεις θρασέψει | να έχεις θρασέψει | ||
γ' ενικ. | έχει θρασέψει | είχε θρασέψει | θα έχει θρασέψει | να έχει θρασέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε θρασέψει | είχαμε θρασέψει | θα έχουμε θρασέψει | να έχουμε θρασέψει | ||
β' πληθ. | έχετε θρασέψει | είχατε θρασέψει | θα έχετε θρασέψει | να έχετε θρασέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν θρασέψει | είχαν θρασέψει | θα έχουν θρασέψει | να έχουν θρασέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία θρασεύω
|