Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεωρητικολόγησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
θεωρητικολόγησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
θεωρητικολογώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
θεωρητικολογώ