Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοδόχος < θεός + -δόχος (δέχομαι)

  Επίθετο επεξεργασία

θεοδόχος, -ος, -ον

  1. θεϊκός, θείος
  2. (θρησκεία), (χριστιανισμός): προσωνυμία της Θεοτόκου και άλλων Αγίων