Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θελκτικῶς < ελληνιστική κοινή θελκτικ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

θελκτικῶς

  Πηγές επεξεργασία