Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θαυματούργησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
θαυματούργησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
θαυματουργώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
θαυματουργώ