θαυματουργώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θαυματουργώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
θαυματουργώ
- κάνω θαύματα
- δημιουργώ κάτι το αξιοθαύμαστο, κάτι που ξεπερνά κάθε προσδοκία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θαυματουργώ
|