Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαυματουργώ < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

θαυματουργώ

  1. κάνω θαύματα
  2. δημιουργώ κάτι το αξιοθαύμαστο, κάτι που ξεπερνά κάθε προσδοκία

  Μεταφράσεις επεξεργασία