Ετυμολογία

επεξεργασία
θαυματουργώ < λείπει η ετυμολογία

θαυματουργώ

  1. κάνω θαύματα
  2. δημιουργώ κάτι το αξιοθαύμαστο, κάτι που ξεπερνά κάθε προσδοκία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία