Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαμίζω < θαμά

  Ρήμα επεξεργασία

θαμίζω

  1. συχνάζω
  2. ασχολούμαι συχνά
  3. συνηθίζω κάτι

Συγγενικά επεξεργασία