Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαλαμίτης < θάλαμος ή θαλάμη (με την ελληνιστικη έννοια αμπάρι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θαλαμίτης-ου αρσενικό

  • ο κωπηλάτης της κατώτερης, τελευταίας σειράς με το πιο κοντό κουπί