Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θαλάσσωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
θαλάσσωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
θαλασσώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
θαλασσώνω