Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θέσφατος < θεός + φημί

  Επίθετο επεξεργασία

θέσφατος, -ος, -ον

  • που έχει ειπωθεί από έναν από τους θεούς, που έχει οριστεί ή επιλεγεί από θεό, ο θεϊκός, ο θείος
  • Υπάρχει η αρχαιοελληνική φράση «θέσφατόν ἐστιν», είναι μοιραίο, είναι γραμμένο.


Δείτε επίσης επεξεργασία