θέμεθλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θέμεθλον < τίθημι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθέμεθλον ουδέτερο (χρησιμοποιείται αρκετά και τον πληθυντικό: θέμεθλα)
- το θεμέλιο
- ※ «Οἰκοδομεῖν χωρὶς θεμέθλου πόνος ἐστὶν μάταιος» (Σταχυολογία Τεχνολογική κατ'ερωταπόκρισην της γραμματικής τέχνης, Εκδοθείσα παρά Βησσαρίωνος Ιερομονάχου Μακρή, του εξ Ιωαννίνων, νεωστί δε τυπωθείσα μετά Προσθήκης.... επιμελεία και διορθώσει Ιωάννου Ιερέως Αβραμίου του Κρητός, Ενετήισι, 1694, παρά Νικολάω τω Σάρω, σελ. 1 ([1])
- βάση
- Άμμωνος θέμεθλα (η βάση του αγάλματος του Άμμωνα)
- πρόποδες
- Παγγαίου θέμεθλα (οι πρόποδες του Παγγαίου)
Πηγές
επεξεργασία- θέμεθλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.