θάψος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
θάψος < Θάψος (περιοχή της Μεγάλης Ελλάδας, κοντά στις Συρακούσες)
Ουσιαστικό επεξεργασία
θάψος ( & θαψία)
- ωχρή κίτρινη βαφή που οι Αθηναίοι προμηθεύονταν από την αρχαία φοινικική και μετέπειτα Μεγαρική αποικία Θάψο, σε χερσόνησο, σαν νησί, στα βόρεια των Συρακουσών, στη Σικελία). Οι Μεγαρίτες το εξήγαγαν από τον κότινο ή χρυσόξυλο που και σήμερα το εσωτερικό του βλαστού του χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία