Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  θάλαμος και αέριο

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

θάλαμος αερίων αρσενικό

  • θάλαμος δηλητηριωδών αερίων με σκοπό τη θανάτωση των ανθρώπων μέσα σε αυτόν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία