θάλαμος αερίων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
θάλαμος αερίων αρσενικό
- θάλαμος δηλητηριωδών αερίων με σκοπό τη θανάτωση των ανθρώπων μέσα σε αυτόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
θάλαμος αερίων
θάλαμος αερίων αρσενικό