Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ηχογράφησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ηχογραφώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ηχογραφώ