Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ημέρεψε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ημέρεψε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ημερεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ημερεύω