Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ηλέκτρισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ηλεκτρίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ηλεκτρίζω