Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ηδόνισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ηδονίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ηδονίζω