Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηδονίζω < ηδονή + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ηδονίζω παθητικό: ηδονίζομαι

  • προκαλώ ηδονή, σωματική ή ψυχική

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία