Ετυμολογία

επεξεργασία
ηδονίζω < ηδονή + -ίζω

ηδονίζω παθητικό: ηδονίζομαι

  • προκαλώ ηδονή, σωματική ή ψυχική

  Μεταφράσεις

επεξεργασία