ηδονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαηδονίζω παθητικό: ηδονίζομαι
- προκαλώ ηδονή, σωματική ή ψυχική
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ηδονίζω | ηδόνιζα | θα ηδονίζω | να ηδονίζω | ηδονίζοντας | |
β' ενικ. | ηδονίζεις | ηδόνιζες | θα ηδονίζεις | να ηδονίζεις | ηδόνιζε | |
γ' ενικ. | ηδονίζει | ηδόνιζε | θα ηδονίζει | να ηδονίζει | ||
α' πληθ. | ηδονίζουμε | ηδονίζαμε | θα ηδονίζουμε | να ηδονίζουμε | ||
β' πληθ. | ηδονίζετε | ηδονίζατε | θα ηδονίζετε | να ηδονίζετε | ηδονίζετε | |
γ' πληθ. | ηδονίζουν(ε) | ηδόνιζαν ηδονίζαν(ε) |
θα ηδονίζουν(ε) | να ηδονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ηδόνισα | θα ηδονίσω | να ηδονίσω | ηδονίσει | ||
β' ενικ. | ηδόνισες | θα ηδονίσεις | να ηδονίσεις | ηδόνισε | ||
γ' ενικ. | ηδόνισε | θα ηδονίσει | να ηδονίσει | |||
α' πληθ. | ηδονίσαμε | θα ηδονίσουμε | να ηδονίσουμε | |||
β' πληθ. | ηδονίσατε | θα ηδονίσετε | να ηδονίσετε | ηδονίστε | ||
γ' πληθ. | ηδόνισαν ηδονίσαν(ε) |
θα ηδονίσουν(ε) | να ηδονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ηδονίσει | είχα ηδονίσει | θα έχω ηδονίσει | να έχω ηδονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ηδονίσει | είχες ηδονίσει | θα έχεις ηδονίσει | να έχεις ηδονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ηδονίσει | είχε ηδονίσει | θα έχει ηδονίσει | να έχει ηδονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ηδονίσει | είχαμε ηδονίσει | θα έχουμε ηδονίσει | να έχουμε ηδονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ηδονίσει | είχατε ηδονίσει | θα έχετε ηδονίσει | να έχετε ηδονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ηδονίσει | είχαν ηδονίσει | θα έχουν ηδονίσει | να έχουν ηδονίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηδονίζω
|