Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζωντάνεψε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ζωντάνεψε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ζωντανεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ζωντανεύω