Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ζοχάδιασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ζοχαδιάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ζοχαδιάζω