Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζευγάρισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ζευγάρισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ζευγαρίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ζευγαρίζω