Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζετέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική jeté[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζετέ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία