ζετέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζετέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική jeté[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζετέ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) το άθλημα της άρσης βαρών στο οποίο ο αθλητής σηκώνει το βάρος πάνω από το κεφάλι του με δύο κινήσεις, με στάση στο ύψος του ώμου.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ ζετέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.