Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαργκόν < γαλλική jargon

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζαργκόν ουδέτερο άκλιτο και τζάργκον

  • γλώσσα με ειδική ορολογία, λεξιλόγιο, ιδιωματισμούς και συντομογραφίες που σχετίζεται με κάποια συγκεκριμένη επιστημονική δραστηριότητα, επάγγελμα ή άλλη ομάδα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία