Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζάβωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ζάβωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ζαβώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ζαβώνω