Ετυμολογία

επεξεργασία
εἰσπίπτω < εἰσ- + πίπτω

εἰσπίπτω

  1. πέφτω μέσα σε κάτι
  2. εφορμώ
  3. εισβάλλω
  4. εμφανίζομαι ξαφνικά
  5. (για πληρωμή) εισρέω στο ταμείο